- κορδίκιον
- κορδίκιον, τό, dub. sens., of an article of furniture, POxy.1449.53 (iii A. D.), PLond.2.429.11 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κορδίκιον — κορδίκιον, τὸ (Α) πάπ. είδος οικοσκευής τού οποίου είναι άγνωστη η μορφή και η χρήση … Dictionary of Greek